- οἶδμ'
- οἶδμα , οἶδμαswellingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίδμα — οἶδμα, τὸ (Α) 1. (στον Όμ.) καθετί που εξογκώνεται, που φουσκώνει και ιδίως το κύμα τής θάλασσας («οἶδμ ἅλιον» Πίνδ.) 2. (ποιητ., συνεκδ.) α) κυματώδης πόντος, φουσκωμένη θάλασσα («Φρύγιον οἶδμα», Ευρ.) β) θυελλώδης άνεμος («χειμερίων ἄγριον… … Dictionary of Greek